- αιματοχάρμης
- αἱματοχάρμης, ο (Α)ο αιμοχαρής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα. -ατος + -χάρμης < χάρμη < ἐχάρην, χαίρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱματοχάρμης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)